κόρειος

κόρειος
κόρ-ειος, α, ον, ([etym.] κόρη)
A of a maiden: τὸκ., = κόρευμα, Sch.E.Alc.178.
II Κόρεια (sc. ἱερά), τά, the festival of Kore ([place name] Persephone), Plu.Dio 56, Hsch.
2 Κόρειον, τό, her temple, IG14.217 ([place name] Acrae), Ath.Mitt.49.5 (Attica, iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόρειος — κόρειος, εία, ον (Α) [κόρη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον η ιδιότητα τής κόρης, η παρθενία 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον ο ναός τής Κόρης, δηλ. τής Περσεφόνης 4. (το …   Dictionary of Greek

  • κορείων — κόρειος of a maiden fem gen pl κόρειος of a maiden masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείην — κόρειος of a maiden fem acc sg (epic ionic) κόρευμα maidenhood fem acc sg (epic ionic) κορεία brushing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείης — κόρειος of a maiden fem gen sg (epic ionic) κόρευμα maidenhood fem gen sg (epic ionic) κορεία brushing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείοις — κόρειος of a maiden masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείῳ — κόρειος of a maiden masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρεια — κόρειος of a maiden neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείας — κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem acc pl κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem acc pl κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κορεία brushing fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορεία — (I) κορεία, ἡ (Α) [κορέω (ΙΙ)] πιθ. (κατά τον Ησύχ.) 1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα 2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία. (II) κορεία, ἡ (Α) βλ. κόρειος …   Dictionary of Greek

  • κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”